κακοθέρειος

κακοθέρειος
κακοθέρειος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κακό θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + θέρειος (< θέρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακοθέρειος — with a bad summer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοθέρειον — κακοθέρειος with a bad summer masc/fem acc sg κακοθέρειος with a bad summer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοθερής — κακοθερής, ές (Α) 1. κακοθέρειος* 2. ιατρ. ανίκανος ή ακατάλληλος να υπομείνει τη θερμότητα τού θέρους, τον θερινό καύσωνα («κακαθερεῑς φύσεις», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θερής (< θέρος), πρβλ. πολυ θερής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”